- κλάδα
κλάδα u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάδα u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάδα — κλάδος branch neut nom/voc/acc pl (attic) κλάδᾱ , κλαδάω shake pres imperat act 2nd sg κλάδᾱ , κλαδάω shake imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδα — η 1. μεγάλος κλάδος 2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων 3. κλάδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. α, πρβλ. κεφάλ α, χέρ α] … Dictionary of Greek
κλάδα — η μεγεθυντικό του κλαδί, μεγάλος κλάδος, κλάρα: Έκοβε κλάδες από τα δέντρα του δάσους για τα γιδοπρόβατά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαδάσαι — κλαδά̱σᾱͅ , κλαδάω shake pres part act fem dat sg (doric) κλαδά̱σαῑ , κλαδάω shake aor opt act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδας — κλάδᾱς , κλαδάω shake imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CLADUS — CLADUS, Graece Κλάδος, apud Martialem, l. 2. Epigr. 57. v. ult. modo modo ad Cladi mensam Oppigneravit annulum, unde cenaret: nomen proprium Trapezitae. Alias Κλάδοι Graecis, rami sunt arborum, inprimis in palma, rami e trunco, qui ςτέλεχος… … Hofmann J. Lexicon universale
CLAVA — ramus ex utraque parte praecisus, et sic pro fuste et baculo est; ex Graeco κλάδα, quod idem cum κλάδος, ramus, apud Hesych. unde κλάβαν Aeoles fecêre, Latini Clavam. Hinc Clavam Herculis, ramum etiam vocant Latmi Poetae. Propert. Ille etiam Eleo … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
στειροχωρίζω — Ν (σχετικά με κοπάδια αιγοπροβάτων) ξεχωρίζω τις στείρες προβατίνες και κατσίκες («στειροχωρίζουν στού Κλαδά, τυροκομούν στού Ζέρβα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + χωρίζω] … Dictionary of Greek