κλάστης

κλάστης

κλάστης, , bei Hesych. ἀμπελουργός erkl., der den Weinstock verschneidet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλάστης — vine dresser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάστης — ο (Α κλάστης) [κλω] νεοελλ. γεωλογικός όρος που περιγράφει τα αδρομερέστερα θραύσματα τα οποία βρίσκονται μέσα σε μια λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα σε ιζηματογενή πετρώματα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «αμπελουργός» …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοκλάστης — κεφαλοκλάστης, ο (Α) επιγρ. χειρουργικό εργαλείο για σπάσιμο κεφαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλάστης (< κλάστης < κλώ «σπάω»), πρβλ. ανδρο κλάστης, οστο κλάστης] …   Dictionary of Greek

  • χυτροκλάστης — ὁ, Μ (για τους ασκητές) αυτός που σπάζει τις χύτρες, που δεν τού χρειάζεται μαγειρεμένο φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κλάστης (< κλάστης < κλῶ «σπάζω»), πρβλ. ὀστο κλάστης] …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • οστοκλάστης — ὀστοκλάστης, ὁ (Α) οστοκατεάκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάστης (< κλῶ «σπάω»), πρβλ. κεφαλο κλάστης] …   Dictionary of Greek

  • τριχοκλασία — η, Ν ιατρ. σπάσιμο τών τριχών τής κεφαλής σε μικρή απόσταση από την έκφυσή τους, τραυματική ή ιδιοπαθής χωρίς εμφανή αίτια, η οποία εμφανίζεται κατά ώσεις, κυρίως στις μετωποβρεγματικές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κλαστία (< κλάστης < …   Dictionary of Greek

  • ψιχοκλάστης — ὁ, Α είδος παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κλάστης (< κλῶ «σπάω») πρβλ. ὀστο κλάστης] …   Dictionary of Greek

  • κλαστάζω — (Α) 1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι 2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, τού κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοκλάστης — ο ιατρ. μεγάλο πολυπύρηνο κύτταρο το οποίο ανήκει στην κατηγορία τών κυττάρων που συντελούν στην απορρόφηση τών ριζών τών νεογιλών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontoclast < ὀδούς, ὀδόντος + κλάστης (< κλῶ «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • οστεοκλάστης — ο (ιστολ.) μεγάλο πολυπύρηνο κύτταρο στο οποίο οφείλεται η λύση και η απορρόφηση τής οστικής ουσίας κατά τη διαδικασία τού μετασχηματισμού ή τής ανάπλασής της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoclast < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάστης (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”