- κηλήτης
κηλήτης, ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλήτης, ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κηλητής — κηλητής, ὁ (Α) [κηλώ] αυτός που θέλγει, που μαγεύει, ιδίως με άσμα ή λόγο … Dictionary of Greek
κηλήτης — one who is ruptured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλητῶν — κηλήτης one who is ruptured masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλήτου — κηλήτης one who is ruptured masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλήτας — κηλήτᾱς , κηλήτης one who is ruptured masc acc pl κηλήτᾱς , κηλήτης one who is ruptured masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κηλήτωρ — κηλήτωρ, ορος, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ήτωρ (πρβλ. κοσμ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) … Dictionary of Greek
κηλικτάς — κηλικτάς, ᾱ, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηλίζω < κηλῶ «μαγεύω»] … Dictionary of Greek
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek