- κοθώ
κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, Hesych., s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοθώ, οῦς, ἡ, = βλάβη, Hesych., s. das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοθώ — κοθῶ, οῦς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόθουρος] … Dictionary of Greek
κόθουρος — κόθουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός 2. (για τους κηφήνες) αυτός που δεν έχει κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη < κοθώ + ουρος (< οὐρά) κατά το κόλ ουρος. Το α συνθετικό κοθώ είναι γλώσσα τού Ησυχίου,… … Dictionary of Greek