ζηλαῖος

ζηλαῖος

ζηλαῖος, heißt Anth. IX, 524, 7 Dionysus, der heftig brausende, leidenschaftliche.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζηλαίος — ζηλαῑος, α, ον (Α) [ζήλος Ι] ο ζηλότυπος …   Dictionary of Greek

  • ζηλαῖος — jealous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλαῖον — ζηλαῖος jealous masc acc sg ζηλαῖος jealous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”