- κηλέστης
κηλέστης, ὁ, der Bezaubernde, Entzückende, VLL. Vgl. κηληκτάς u. κηλητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλέστης, ὁ, der Bezaubernde, Entzückende, VLL. Vgl. κηληκτάς u. κηλητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλέστης — κηλέστης, ὁ (Α) απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ της < θ. κηλεσ < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα της (πρβλ. ηκέσ της, ξέσ της)] … Dictionary of Greek
κηλέστης — beguiler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek