- κολλῡρίζω
κολλῡρίζω, solche Brote backen, VLL., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλῡρίζω, solche Brote backen, VLL., LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλυρίζω — bake pres subj act 1st sg κολλυρίζω bake pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλυρίζω — (Α) [κολλύρα] ψήνω κουλούρα («ἐλθέτω... ἡ ἀδελφή μου πρὸς μέ, καὶ κολλυρισάτω... δύο κολλυρίδας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
κολλυρισάτω — κολλυρίζω bake aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκολλύρισεν — κολλυρίζω bake aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)