κολλῡρίτης, ὁ, sc. ἄρτος, = κολλύρα, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλυρίτης — κολλυρίτης, ὁ (Α) [κολλύρα] άζυμος άρτος … Dictionary of Greek