- κολλήεις
κολλήεις, εσσα, εν, zusammengeleimt, festgefugt; ξυστά Il. 15, 389; ἅρματα Hes. Sc. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλήεις, εσσα, εν, zusammengeleimt, festgefugt; ξυστά Il. 15, 389; ἅρματα Hes. Sc. 309.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλήεις — κολλήεις, εσσα, εν (Α) [κόλλα] συγκολλημένος, ενωμένος με κόλλα … Dictionary of Greek
κολλήεις — glued together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήεντα — κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεις glued together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλήεντ' — κολλήεντα , κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεντα , κολλήεις glued together masc acc sg κολλήεντι , κολλήεις glued together masc/neut dat sg κολλήεντε , κολλήεις glued together masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek