- κολλητής
κολλητής, ὁ, der Anleimende, Festverbindende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλητής, ὁ, der Anleimende, Festverbindende, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλητής — ο (Α κολλητής) [κολλώ] αυτός που κολλά κάτι … Dictionary of Greek
κολλητής — ο συγκολλητής, αυτός που συγκολλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολληταῖς — κολλητής one who glues masc dat pl κολλητός glued together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητοῦ — κολλητής one who glues masc gen sg κολλητός glued together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητῇσιν — κολλητής one who glues masc dat pl (epic ionic) κολλητός glued together fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητῶν — κολλητής one who glues masc gen pl κολλητός glued together fem gen pl κολλητός glued together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητά — κολλητά̱ , κολλητής one who glues masc nom/voc/acc dual κολλητής one who glues masc voc sg κολλητής one who glues masc nom sg (epic) κολλητός glued together neut nom/voc/acc pl κολλητά̱ , κολλητός glued together fem nom/voc/acc dual κολλητά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητάς — κολλητά̱ς , κολλητής one who glues masc acc pl κολλητά̱ς , κολλητής one who glues masc nom sg (epic doric aeolic) κολλητά̱ς , κολλητός glued together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GLUTINUM — in re chartaria magni usus. Et quidem ratio chartae ex papyro olim conficiendae haec erat: Papyrus solebat dispesci in tenues philuras, iis acu a se invicem separatis, va ut suo quaeque ordine detraherentur. Sic dein separatae, ad modum cratis… … Hofmann J. Lexicon universale
κολλιστής — κολλιστής, ὁ (Μ) [κολλίζω] κολλητής … Dictionary of Greek
χαλκοκολλητής — ὁ, Α χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κολλητής (< κολλῶ)] … Dictionary of Greek