- ζηλημοσύνη
ζηλημοσύνη, ἡ, = ζῆλος, plur., Qu. Sm. 13, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλημοσύνη, ἡ, = ζῆλος, plur., Qu. Sm. 13, 388.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζηλημοσύνη — ζηλημοσύνη, ή (Α) [ζηλήμων] ζήλος … Dictionary of Greek
ζηλημοσύνῃσι — ζηλημοσύνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)