- πτερυγωτός
πτερυγωτός, befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερυγωτός, befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερυγωτός — winged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγωτός — ή, ό / πτερυγωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ. β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη… … Dictionary of Greek
πτερυγωτά — πτερυγωτός winged neut nom/voc/acc pl πτερυγωτά̱ , πτερυγωτός winged fem nom/voc/acc dual πτερυγωτά̱ , πτερυγωτός winged fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγωτόν — πτερυγωτός winged masc acc sg πτερυγωτός winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγωτή — πτερυγωτός winged fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… … Dictionary of Greek
σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek