κολλυβίζω

κολλυβίζω

κολλυβίζω, zu kleinem Gelde machen, Schol. Ar. Ran. 510.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολλυβίζω — (Α) [κόλλυβος] εξαργυρώνω νομίσματα …   Dictionary of Greek

  • ακολλύβιστος — ἀκολλύβιστος, ον (Α) αυτός για τον οποίο δεν έχει προκαθορισθεί τόκος ή αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + *κολλυβίζω < κόλλυβος «μικρό νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • κατακολλυβίζω — (Α) μετατρέπω νομίσματα σε άλλα ίσης συνολικής αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολλυβίζω (< κόλλυβος «μικρό νόμισμα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • κολλυβισμός — ο [κολλυβίζω] η ανταλλαγή νομισμάτων …   Dictionary of Greek

  • κολλυβιστήριον — κολλυβιστήριον, τὸ (Α) [κολλυβίζω] το κατάστημα τού κολλυβιστή …   Dictionary of Greek

  • κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”