- κηλητήριος
κηλητήριος, bezaubernd, besänftigend, χοὰς κηλητηρίους Eur. Hec. 535; – τὸ κηλητήριον, Liebeszaubermittel, Soph. Trach. 572.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλητήριος, bezaubernd, besänftigend, χοὰς κηλητηρίους Eur. Hec. 535; – τὸ κηλητήριον, Liebeszaubermittel, Soph. Trach. 572.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλητήριος — κηλητήριος, ον (Α) 1. αυτός που θέλγει, που μαγεύει («δέξαι χοάς μου τάσδε κηλητηρίους», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κηλητήριον κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)] … Dictionary of Greek
κηλητήριον — κηλητήριος charming masc acc sg κηλητήριος charming neut nom/voc/acc sg κηλητήριος charming masc/fem acc sg κηλητήριος charming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλητηρίους — κηλητήριος charming masc acc pl κηλητήριος charming masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλητήρια — κηλητήριος charming neut nom/voc/acc pl κηλητήριος charming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek