- κηλητικός
κηλητικός, = κηλητήριος, τὸ κηλ. τῆς ἐπιστήμης Ath. XV, 633 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλητικός, = κηλητήριος, τὸ κηλ. τῆς ἐπιστήμης Ath. XV, 633 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλητικός — κηλητικός, ή, όν (Α) [κηλητής] αυτός που θέλγει, που ευφραίνει, θελκτικός («τὸ κηλητικὸν τῆς ἐπιστήμης», Αθήν.) … Dictionary of Greek
κηλητικόν — κηλητικός charming masc acc sg κηλητικός charming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλητική — κηλητικός charming fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλητικήν — κηλητικός charming fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek