- κλονίζω
κλονίζω, = κλονέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλονίζω, = κλονέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλονίζω — κλονίζω, κλόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η … Dictionary of Greek
κλονίζω — κλόνισα, κλονίστηκα, κλονισμένος 1. σείω, ταράζω: Ο σεισμός κλόνισε τα σπίτια. 2. κάνω κάποιον να χάσει την πεποίθησή του: Τον κλόνισε το επιχείρημά μου. 3. το μέσ., κλονίζομαι ταλαντεύομαι, κινδυνεύω να πέσω: Η κυβέρνηση κλονίζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακλονώ — κατακλονῶ, έω (AM) κλονίζω πολύ, συνταράσσω («σεισμῷ κατακλονεῑται ὁ οἶκος», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλονῶ «κλονίζω»] … Dictionary of Greek
κλονισμός — ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) [κλονίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλονίζω*, κούνημα, τράνταγμα 2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός τής υγείας») 2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών… … Dictionary of Greek
προκατασείω — Α (κυριολ. και μτφ.) κλονίζω εκ τών προτέρων («προκατασείειν τὰς γνώμας τῷ φόβω», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασείω «σείω δυνατά, κλονίζω»] … Dictionary of Greek
συγκλονίζω — ΝΑ κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω νεοελλ. μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλονίζω «σείω, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
συνεπικλώ — άω, Α μτφ. κλονίζω ταυτόχρονα («τῆς αἰσθήσεως συνεπικλώσης τὴν διάνοιαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικλῶ «κάμπτω, κλονίζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
ακλόνιστος — η, ο [κλονίζω] ο ακλόνητος … Dictionary of Greek
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
εκσαλάσσω — ἐκσαλάσσω (Α) μετακινώ, κλονίζω δυνατά και βίαια, τινάζω … Dictionary of Greek