- πταρτικός
πταρτικός, = πταρμικός, Eust. zu D. Per. 373.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πταρτικός, = πταρμικός, Eust. zu D. Per. 373.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πταρτικός — ή, όν, Α ο πταρμικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί πτυρτικός «αυτός που τρομάζει εύκολα» με επίδραση τού ρ. πτάρνυμαι] … Dictionary of Greek