κολακίς

κολακίς

κολακίς, ίδος, ἡ, Schmeichlerinn; bes. Frauen, welche der Königinn beim Aussteigen aus dem Wagen ihren Rücken zum Darauftreten hinhalten mußten, vgl. Ath. VI, 256 d u. Plut. adul. et am. discr. 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολακίς — κολακίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κόλακας …   Dictionary of Greek

  • κολακίδας — κολακίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακίδες — κολακίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”