κληματῖτις

κληματῖτις

κληματῖτις, ιδος, ἡ (das masc. κληματίτης scheint ungebräuchlich), mit Ranken, Diosc. – Bes. ein Rankengewächs, welches sich an Bäumen emporrankt, Theophr. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… …   Dictionary of Greek

  • κληματῖτις — with long climbing branches fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματῖτιν — κληματῖτις with long climbing branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …   Dictionary of Greek

  • κληματίτιδα — κληματί̱τιδα , κληματῖτις with long climbing branches fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληματίτιδος — κληματί̱τιδος , κληματῖτις with long climbing branches fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”