κληματόεις

κληματόεις

κληματόεις, εσσα, εν, rankig, Nic. Al. 530.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κληματόεις — κληματόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος κλήματα, δηλ. κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα όεις (πρβλ. αιματ όεις, υδατ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • κληματόεσσαν — κληματόεις of vine twigs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”