πτύαλον

πτύαλον

πτύαλον, τό, Speichel, Medic.; auch πτύελον, Arist. H. A. 8, 29. Das masc. πτύαλος zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτύαλον — τὸ, Α βλ. πτύελο …   Dictionary of Greek

  • плюю — плевать, укр. плюю, плювати, блр. плюваць, др. русск. пльвати, плинути, цслав. пльвати, плюɪѫ, плинѫти πτύειν, болг. плюя, сербохорв. пљу̀вати, пљу̏jе̑м, словен. pljuvati, pljujem, чеш. pliti, pliji, plvati, слвц. рl᾽ut᾽, рl᾽ujеm, польск. pluc,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • tialina — (Del gr. ptyalon, saliva.) ► sustantivo femenino FISIOLOGÍA Fermento de la saliva que transforma el almidón de los alimentos en azúcar. TAMBIÉN ptialina * * * tialina (del gr. «ptýalon», saliva) f. Bioquím. Diastasa de la *saliva, que transforma… …   Enciclopedia Universal

  • καταγλισχραίνω — (Α) κάνω κάτι πολύ κολλώδες («καταγλισχραίνει τὸ πτύαλον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλισχραίνω (< γλίσχρος «κολλώδης»)] …   Dictionary of Greek

  • πτυαλίζω — και πτυελίζω Α [πτύαλον/ πτύελον] αποχρέμπτομαι …   Dictionary of Greek

  • πτυαλίνη — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο τού σάλιου που συμβάλλει στην πέψη τού αμύλου κατά τη μάσηση και κατά την πέψη στο στομάχι, αλλ. σιαλική αμυλάση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptyalin (< πτύαλον + κατάλ. ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π.… …   Dictionary of Greek

  • πτυαλώδης — και πτυελώδης, ῶδες, Α [πτύαλον] 1. αυτός που μοιάζει στη σύσταση με το πτύελο 2. αυτός που έχει άφθονα εκκρίμματα και πτύελα, σαλιάρης …   Dictionary of Greek

  • πτύελο — το / πτύελον, ΝΜΑ, και πτύαλον, τὸ, και πτύαλος, ὁ, Α το έκκριμμα τού βλεννογόνου τών πνευμόνων και τών αεροφόρων οδών με προσμίξεις κυτταρικών στοιχείων, σάλιου, υπολειμμάτων τροφής, σκόνης, σωματιδίων καπνού, πύου, αίματος, παθογόνων μικροβίων …   Dictionary of Greek

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • tialina — (Del gr. πτύαλον, saliva). f. Biol. Enzima presente en la saliva, que hidroliza el almidón de los alimentos …   Diccionario de la lengua española

  • (s)p(h)i̯ēu- : (s)pi̯ū-, (s)pīu̯ - (*ps(h)i̯ēu- < -ĝʷhi̯ēu -) —     (s)p(h)i̯ēu : (s)pi̯ū , (s)pīu̯ (*ps(h)i̯ēu < ĝʷhi̯ēu )     English meaning: to spit     Deutsche Übersetzung: ‘speien, spucken” and ähnliche Nachahmungen of Spucklautes     Note: die i̯ losen forms at least partly through dissimilation… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”