- κλοιο-φόρος
κλοιο-φόρος, ein Halsband tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλοιο-φόρος, ein Halsband tragend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλοιοφόρος — ο (Α κλοιοφόρος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κλοιοφόρα τα μηχανήματα τών μικροβιολογικών εργαστηρίων στα οποία συγκρατούνται τα πειραματόζωα αρχ. αυτός που φοράει κλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek