κολεό-πτερος

κολεό-πτερος

κολεό-πτερος, mit Flügelscheiden versehen, Käser, deren weiche Flügel unter harten Flügeldecken wie in einer Scheide liegen, Arist. H. A. 1, 5. 5, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόπτερος — ἰσόπτερος, ον (Α) γρήγορος σαν φτερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό πτερος, ορθό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόπτερος — ον, Μ αυτός που αγαπά τα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”