- κολαφιστικῶς
κολαφιστικῶς ἅπτεσϑαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολαφιστικῶς ἅπτεσϑαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολαφιστικώς — κολαφιστικῶς (Μ) επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κολαφιστικός < κολαφίζω] … Dictionary of Greek