- γηθόσυνος
γηθόσυνος, froh, heiter, Hom. γηϑόσυνος κῆρ Versende Iliad. 4, 272. 326. 18, 557, froh im Herzen; τοῦ μὲν ἔπειτα γηϑόσυνοι ϑεράποντες ἀπ' ὤμων τεύχε' ἕλοντο Iliad. 7, 122; χάρμῃ γηϑόσυνοι 13, 82; γηϑόσυνος οὔρῳ Odyss. 5, 269; femin. γηϑοσύνη Odyss. 11, 540, v. l. γηϑοσύνῃ, und Iliad. 13, 29, v. l. γηϑοσύνῃ und γηϑόσυν' ἡ, s. γηϑοσύνη. – Sp. D., z. B. Thall. 1 (VI, 235).
http://www.zeno.org/Pape-1880.