- κηλωστά
κηλωστά, τά, oder κηλωτά, Hurenhäuser, Lycophr. 1387, von κηλῶσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλωστά, τά, oder κηλωτά, Hurenhäuser, Lycophr. 1387, von κηλῶσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηλωστά — και κηλωτά, τὰ (Α) πορνεία, χαμαιτυπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek