κολυτέα

κολυτέα

κολυτέα, , ein Strauch, von κολουτέα nach Theophr. verschieden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολυτέα — κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc/acc dual κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυτέα — κολυτέα, ἡ (Α) βλ. κολουτέα …   Dictionary of Greek

  • κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”