- κληρο-λαχεῖν
κληρο-λαχεῖν, durchs Loos erlangen, E. M. 693 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρο-λαχεῖν, durchs Loos erlangen, E. M. 693 E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek