- κληρο-δότης
κληρο-δότης, ὁ, der durch das Loos Vertheilende; – der zum Erben Einsetzende, der Erblasser, erst bei sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληρο-δότης, ὁ, der durch das Loos Vertheilende; – der zum Erben Einsetzende, der Erblasser, erst bei sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κληροδότης — ο, θηλ. κληροδότις και κληροδότρια (Α κληροδότης, θηλ. κληροδότειρα και κληροδότρια) νεοελλ. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληροδότημα αρχ. 1. αυτός που διανέμει κάτι με κλήρο 2. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + δότης… … Dictionary of Greek