- κολπίζω
κολπίζω, einen Busen bilden, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολπίζω, einen Busen bilden, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολπίζω — (AM) [κόλπος] μσν. μέσ. κολπίζομαι κρύβω κάτι στον κόρφο μου αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) σχηματίζω πτυχή … Dictionary of Greek
κατακολπίζω — (Α) εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολπίζω (< κόλπος)] … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
εἰσκολπιζόμενος — εἰσ κολπίζω form into a bosom pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)