- κολπο-ειδής
κολπο-ειδής, ές, busenartig; χωρίον Ael. H. A. 14, 8; – adv., κοιλαίνεσϑαι Strab. IX, 390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολπο-ειδής, ές, busenartig; χωρίον Ael. H. A. 14, 8; – adv., κοιλαίνεσϑαι Strab. IX, 390.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κολποειδής — ές (AM κολποειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θαλάσσιο κόλπο. επίρρ... κολποειδώς (AM κολποειδῶς) όπως ο θαλάσσιος κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
μιτροειδής — ές αυτός που μοιάζει με μίτρα («μιτροειδής βαλβίδα» η βαλβίδα τής καρδιάς η οποία βρίσκεται μεταξύ αριστερού κόλπου και αριστεράς κοιλίας και εμποδίζει την παλινδρόμηση τού αίματος στον αριστερό κόλπο κατά τη συστολή τών κοιλιών). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek