κλοπιμαῖος

κλοπιμαῖος

κλοπιμαῖος, = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλοπιμαῖος — acquired by theft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπιμαίος — αία, αίο (AM κλοπιμαῑος, αία, αῖον) [κλόπιμος] αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • κλοπιμαίος — α, ο αυτός που προέρχεται από κλεψιά: Η αποθήκη του είναι γεμάτη από κλοπιμαία πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοπιμαῖον — κλοπιμαῖος acquired by theft masc acc sg κλοπιμαῖος acquired by theft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπιμαῖα — κλοπιμαῖος acquired by theft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπιμαίας — κλοπιμαί̱ᾱς , κλοπιμαῖος acquired by theft fem acc pl κλοπιμαί̱ᾱς , κλοπιμαῖος acquired by theft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπιμαίων — κλοπιμαί̱ων , κλοπιμαῖος acquired by theft fem gen pl κλοπιμαί̱ων , κλοπιμαῖος acquired by theft masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοπιμαίως — κλοπιμαί̱ως , κλοπιμαῖος acquired by theft adverbial κλοπιμαί̱ως , κλοπιμαῖος acquired by theft masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπαχτός — ή, ό (AM ἁρπακτός, ή, όν) [αρπάζω] αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, ο κλοπιμαίος νεοελλ. 1. ο βιαστικός ή αυτός που γίνεται βιαστικά 2. επίρρ. αρπαχτά βιαστικά, γρήγορα, πρόχειρα αρχ. ο ριψοκίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • επιστολιμαίος — α, ο (AM ἐπιστολιμαῑος, α, ον) αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή») αρχ. φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῑαι» στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”