- πτόλισμα
πτόλισμα, τό, ep. statt πόλισμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτόλισμα, τό, ep. statt πόλισμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτόλισμα — ίσματος, τὸ, Α (επικ. τ.) πόλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. αντί πόλισμα (πρβλ. πτόλις: πόλις)] … Dictionary of Greek