- κονίλη
κονίλη, ἡ, ein Kraut, eine Art Origanum; Nic. Ther. 626; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονίλη, ἡ, ein Kraut, eine Art Origanum; Nic. Ther. 626; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονίλη — κονίλη, ἡ (Α) γένος φυτού, το ορίγανον, η ρίγανη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. και εμφανίζει πιθ. κατάλ. ίλη (πρβλ. μαρ ίλη «τέφρα, καρβουνόσκονη»). Η λ. κονίλη, λόγω τής έντονης μυρωδιάς τού φυτού που δηλώνει, έχει συσχετιστεί με τον τ.… … Dictionary of Greek
κονίλη — marjoram fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίλην — κονίλη marjoram fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίλης — κονίλη marjoram fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUNILA — nomen est pluribus herbis designandis, pro diversitate fontis, e quo procedit. Cunila enim origanum est, ex Graeco κονίλη conyza est, ex Graeco κόνυζα et Cunila, ἡ θύμβρα, species nempe thymbrae, quam Graeci κεφαλωτὴν θύμβραν, h. e. capitatam… … Hofmann J. Lexicon universale
πανάκτειος — πανάκτειος, ον (Α) 1. (πιθ. ερμ.) αυτός που φύεται σε όλη την ακτή («πανάκτειος κονίλη», Νίκ.) 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναφορικά προς την πρώτη πιθανή ερμηνεία της λ. < παν * + ἀκτή, ενώ αναφορικά προς τη… … Dictionary of Greek
kwenalō — *kwenalō germ.?, stark. Femininum (ō): nhd. Quendel; ne. wild thyme; Rekontruktionsbasis: as., ahd.; Interferenz: Lehnwort lat. cunīla, conīla; Etymologie: s. l … Germanisches Wörterbuch
kwenalō- — *kwenalō , *kwenalōn germ.?, schwach. Femininum (n): nhd. Quendel; ne. wild thyme; Rekontruktionsbasis: as., ahd.; Interferenz: Lehnwort lat. cunīla, conīla; Etymologie: s … Germanisches Wörterbuch