- γονίας
γονίας, Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηϑῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονίας, Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηϑῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γονίας — fair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)