γονάτιον — hip joint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίοις — γονάτιον hip joint neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίου — γονάτιον hip joint neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονατίων — γονάτιον hip joint neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτια — γονάτιον hip joint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτιο — το (AM γονάτιον) [γόνυ] μικρό γόνατο νεοελλ. ψευδογνώμονας μσν. 1. κόμπος καλαμιού 2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο αρχ. 1. γοφός 2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί … Dictionary of Greek
μεσογονάτιο — και μεσογόνιο και μεσογόνο, το (Α μεσογονάτιον και μεσογόνιον) (για φυτά) το τμήμα τού βλαστού το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικά γόνατα ή σημεία πρόσφυσης τών φύλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γονάτιον] … Dictionary of Greek
παραγονάτιον — τὸ, Μ το διάστημα μεταξύ δύο κόμβων ή γονάτων τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γονάτιον (< γόνυ, ατος)] … Dictionary of Greek
υπογονάτιο — το / ὑπογονάτιον, ΝΜ 1. το μαξιλάρι ή το χαλάκι που τοποθετείται για να γονατίζει κάποιος όταν προσεύχεται 2. εκκλ. ένα από τα άμφια, το επιγονάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γονάτιον (< γόνυ, ατος)] … Dictionary of Greek