- κομμίζω
κομμίζω, wie Gummi aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομμίζω, wie Gummi aussehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομμίζω — (Α) [κόμμι] έχω όψη κόμμεως … Dictionary of Greek
κομμίζουσα — κομμίζω to be like gum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek