- κοδομή
κοδομή, ἡ, = κοδομεύτρια, VLL. u. Poll. 6, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομή, ἡ, = κοδομεύτρια, VLL. u. Poll. 6, 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοδομή — κοδομή, ἡ (Α) 1. γυναίκα που έψηνε κριθάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα θεραπαίνης». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως. Ως προς τα παράγωγα, από το κοδομή παρήχθη πιθ. το κοδομεύω και από το τελευταίο… … Dictionary of Greek
κοδομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομαῖς — κοδομή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοδομήν — κοδομή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кадить — кажу, кадило, укр. кадити, ст. слав. кадити, каждѫ, болг. кадя, сербохорв. кадити, ка̑ди̑м, словен. kaditi, чеш. kaditi, слвц. kаdit᾽, польск. kadzic, в. луж. kadzic, н. луж. kazis. Другая ступень чередования: чад. Родственно др. прусск. ассоdis… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κοδομεύς — κοδομεύς, ό, θηλ. κοδομεύτρια (Α) αυτός που ψήνει κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή] … Dictionary of Greek
κοδομεύω — (Α) ψήνω κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοδομή] … Dictionary of Greek