- κηδοσύνη
κηδοσύνη, ἡ, = κῆδος 1, Betrübniß, Kummer, Ap. Rh. 1, 277. 3, 462.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδοσύνη, ἡ, = κῆδος 1, Betrübniß, Kummer, Ap. Rh. 1, 277. 3, 462.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια … Dictionary of Greek
κηδοσύνῃ — κηδοσύνη yearning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)