κλαδίσκος

κλαδίσκος

κλαδίσκος, , dasselbe; Anacr. 67, 13; Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαδίσκος — ο (Α κλαδίσκος) μικρός κλάδος, κλαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τροχ ίσκος, υπαλληλίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδίσκος — κλάδος branch masc nom sg κλαδίσκος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • κλαράκι — το κλαδάκι, κλωναράκι, κλαδίσκος …   Dictionary of Greek

  • σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… …   Dictionary of Greek

  • φουντουκιά — Λέγεται και λεπτοκαρυά (κόρυλος η αβελλάνιος). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Φτάνει σε ύψος τα 2 5 μ. και αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση μέσα ή στις παρυφές των δασών βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς, στις… …   Dictionary of Greek

  • αγριλιά — Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Ευδοκιμεί σε τόπους άγονους ή βραχώδεις, ειδικά κατά μήκος των ακτών της νότιας Ευρώπης. Η επιστημονική ονομασία της είναι ελαία η αγρίαδασική. Είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα αριθμεί γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՂԷՇ — (ի, աց, օք, կամ ից, իւք.) NBH 2 0544 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. ՈՒՂԷՇ կամ ՈՒՂԵՇ. κλάδος, κλαδίσκος ramus, ramulus. Բարունակ. շառաւիղ. ստեղն. ընձիւղ. բողբոջ. ուռ. սաղարթ, ոստ տերեւազգեաց. ճիւղ. ... ֆիլիզ (որ եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”