- κοναβηδόν
κοναβηδόν, mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοναβηδόν, mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοναβηδόν — (Α) επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κοναβηδόν — with a noise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek