κλαδεύω

κλαδεύω

κλαδεύω, die jungen Schößlinge, Zweige der Bäume, bes. des Weinstocks abbrechen, beschneiden; Artem. 1, 51; Clem. Al. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαδεύω — κλαδεύω, κλάδεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύω — κλάδεψα, κλαδεύτηκα, κλαδεμένος, η, ο, κόβω τους ξερούς ή άχρηστους κλάδους δέντρων, αμπελιών κ.ά.: Κλαδεύει τ αμπέλι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαρίζω — κλαδεύω …   Dictionary of Greek

  • παρακλαδεύω — κλαδεύω κάτι περισσότερο από ό,τι πρέπει …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

  • κλαδώ — (I) κλαδῶ, άω (Α) 1. σείω 2. κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με το κλαδαρός*. Με τη σημ. (2) < κλάδος (Ι)]. (II) κλαδῶ, έω (AM) [κλάδος (Ι)] κλαδεύω …   Dictionary of Greek

  • κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] …   Dictionary of Greek

  • άκλαδος — (I) η, ο [κλάδος] 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά 2. αυτός που δεν έχει απογόνους, άκληρος. (II) η, ο αυτός που δεν κλαδεύτηκε, ο ακλάδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλαδεύω. ΠΑΡ. ακλαδιά, ακλαδούρα] …   Dictionary of Greek

  • άρπη — ἅρπη, η (Α) 1. όνομα πτηνού 2. δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • ακλάδευτος — η, ο (Α ἀκλάδευτος, ον) [κλαδεύω] αυτός που δεν έχει κλαδευτεί «ακλάδευτο αμπέλι» νεοελλ. ο αμόρφωτος μσν. αυτός που δεν έχει κλαδιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”