κομμι-ώδης

κομμι-ώδης

κομμι-ώδης, ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κομμεώδης — ες κομμιώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι / εως + κατάλ. ώδης, (πρβλ. βραχ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κομμιδώδης — κομμιδώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ ίδ ιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. ασβεστ ώδης, γρανιτ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”