- κηδευτής
κηδευτής, ὁ, = κηδεμών, Arist. probl. 19, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδευτής, ὁ, = κηδεμών, Arist. probl. 19, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδευτής — κηδευτής, ὁ (Α) [κηδεύω] αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας … Dictionary of Greek
κηδευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεύτρια — κηδεύτρια, ἡ (Μ) [κηδεύω] (θηλ. τού κηδευτής) αυτή που φροντίζει για την κηδεία … Dictionary of Greek
κτεριστής — κτεριστής, ὁ (Α) [κτερίζω] αυτός που φρόντιζε τα σχετικά με την ταφή νεκρού, ενταφιαστής, κηδευτής … Dictionary of Greek