πτωκάζω

πτωκάζω

πτωκάζω, s. πτωσκάζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτωκάζω — Α βλ. πτωσκάζω …   Dictionary of Greek

  • πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”