- κηδεστία
κηδεστία, ἡ, Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, Xen. Hell. 2, 4, 21, neben ξυγγένεια u. ἑταιρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδεστία, ἡ, Verwandtschaft durch Heirath, Verschwägerung, Xen. Hell. 2, 4, 21, neben ξυγγένεια u. ἑταιρία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηδεστία — η (Α κηδεστία) [κηδεστής] συγγένεια εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας … Dictionary of Greek
κηδεστίας — κηδεστίᾱς , κηδεστία connexion by marriage fem acc pl κηδεστίᾱς , κηδεστία connexion by marriage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχιστεία — Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… … Dictionary of Greek
οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… … Dictionary of Greek