- κλαμβός
κλαμβός, (κλάω?), verstümmelt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαμβός, (κλάω?), verstümmelt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] … Dictionary of Greek
κλαμβά — κλαμβός docked neut nom/voc/acc pl κλαμβά̱ , κλαμβός docked fem nom/voc/acc dual κλαμβά̱ , κλαμβός docked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαμβόν — κλαμβός docked masc acc sg κλαμβός docked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβός — ή, ό (AM βωβός και Μ βουβός, ή, όν) αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος 2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική αρχ. φρ. «βωβά πρόσωπα» πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία… … Dictionary of Greek
κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… … Dictionary of Greek
ραιβός — ή, ό/ ῥαιβός, ή, όν, ΝΜΑ 1. καμπύλος, κυρτός 2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία νεοελλ. ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή τού σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.… … Dictionary of Greek
kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… … Proto-Indo-European etymological dictionary