κονδυλίζω

κονδυλίζω

κονδυλίζω, mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κονδυλίζω — (ΑM) [κόνδυλος] μσν. σκοντάφτω αρχ. 1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου 2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • κατακονδυλίζω — (Α) 1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ 2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)] …   Dictionary of Greek

  • κονδυλισμός — κονδυλισμός, ὁ (Α) [κονδυλίζω] γρονθοκόπημα, κακοποίηση, χτύπημα με την πυγμή …   Dictionary of Greek

  • κονδυλιστής — κονδυλιστής, ὁ (Μ) [κονδυλίζω] ίππος που πληγώνει, που τραυματίζει τις οπλές του στον στάβλο …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …   Dictionary of Greek

  • ԿՌՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 1129 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ն. κολαφίζω, κονδυλίζω, τύπτω πυγμαῖς colaphis caedo, pugnis caedo, vel percutio κολάζω punio եւն. Կռփօք հարկանել. կռուփս հանել. կռփահարել. բռնցի կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”