κλαμαρός

κλαμαρός

κλαμαρός, erkl. Hesych. πλαδαρός, ἀσϑενής. S. auch κλαδαρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαμαρός — κλαμαρός, ά, όν (Α) 1. κλαδαρός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κλαμαράν πλαδαράν, ἀσθενῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. klāmyati «κουράζομαι» είναι πολύ παρακινδυνευμένη. Πρόκειται ίσως για λαϊκή παραλλαγή τού κλαδαρός] …   Dictionary of Greek

  • κλαμαράν — κλαμαρά̱ν , κλαμαρός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”