- κονιᾱτής
κονιᾱτής, ὁ, der mit Kalktünche Ueberziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονιᾱτής, ὁ, der mit Kalktünche Ueberziehende, Anstreichende, bei Poll. 1, 125 Titel einer Comödie des Amphis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονιάτης — κονιάτης, ὁ (Α) βλ. κονιατής … Dictionary of Greek
κονιάτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] … Dictionary of Greek
ALBINI et ALBANI — Tectores, parietes tectoriis seu incrustationibus inducunt, Glossae Graeco Lat. Κονιατὴς, Dealbator, Albinus, tector. Λευκαντὴς, Dealbator. Eorum opus Albarium. Vide supra Albarii et infra Album opus … Hofmann J. Lexicon universale
TECTOR — in Glossis Κονιατὴς, dictus est, qui parietes tegeret ac solidaret: unde solidati parietes tectorio, passim apud Vitruvium. Fiebat autem tectorium calce arenatâ, vel marmoratô, eratque proprium Tectorum linere et polire. In veter Inscr. calce… … Hofmann J. Lexicon universale
κονιατήρ — κονιατήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. κονιατής … Dictionary of Greek